θεμάτιον

θεμάτιον
θεμάτιον, τό (Α)
(υποκορ. τού θέμα*)
αστρολογικό μικρό ωροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, -τος + υποκορ. καταλ. -ιον (πρβλ. βιβλ-ίον, κοράσ-ιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεμάτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεματίου — θεμάτιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμάτια — θεμάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”